πρόποσις

From LSJ
Revision as of 21:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόποσις Medium diacritics: πρόποσις Low diacritics: πρόποσις Capitals: ΠΡΟΠΟΣΙΣ
Transliteration A: próposis Transliteration B: proposis Transliteration C: proposis Beta Code: pro/posis

English (LSJ)

εως, ἡ, (πίνω)    A drinking before or to one, προπόσεις πίνειν drink healths, Alex.49; πιὼν . . προπόσεις τρεῖς ἴσως ἢ τέτταρας Antiph. 82; π. ἀποδωρεῖσθαι, ὀρέγειν, Critias Fr.6.3,7 D., al.; λαμβάνειν Plb.30.26.6, cf. AP5.133 (Posidipp.); προπόσεις ἐν τοῖς συμποσίοις ποιεῖν Ath. 10.432d; δεξιοῦσθαι ἀλλήλους ταῖς π. J.AJ6.14.6, cf. Alciphr.Fr.6.18.    2 drink itself, Simon.167.6; Βρομίου νεκτάρεαι π. BMus.Inscr.1036 (Caria).    3 drinking before food, ὕδατος ἢ οἴνου Aret. CD1.3 (pl.); sg., Aët.9.26.

German (Pape)

[Seite 741] ἡ, Vortrunk; προπόσεις λαμβάνειν, Pol. 31, 4, 6; Antiphan. 2 (X, 100), Plut. u. a. Sp.; auch das Zutrinken, das Trinkgekag, Alex. bei Ath. XIV, 663 c.

Greek (Liddell-Scott)

πρόποσις: -εως, ἡ, (πίνω) τὸ πίνειν πρότερον ἢ εἰς τιμήν τινος, προπόσεις πίνειν, πίνειν εἰς ὑγείαν τινός, Ἄλεξις ἐν «Δημητρίῳ» 5· πιών... προπόσεις τρεῖς ἴσως ἢ τέτταρας Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 1· πρ. ἀποδωρεῖσθαι, ὀρέγειν Κριτίας 2· λαμβάνειν Πολύβ. 31. 4, 6, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 134· προπόσεις ἐν τοῖς συμποσίοις ποιεῖν Ἀθήν. 432D· δεξιοῦσθαι ἀλλήλους ταῖς πρ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 14, 6. 2) αὐτὸ τὸ ποτόν, Σιμωνίδ. 170, Λυσί. Ἀποσπ. 5 Reiske. ― Πρβλ. προπίνω.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de boire à la santé de qqn, santé qu’on porte ou qu’on accepte, toast.
Étymologie: προπίνω.

Greek Monotonic

πρόποσις: -εως, ἡ (προπίνω), πρόποση, πόση προς τιμή κάποιου, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

πρόποσις: εως ἡ (только pl.) заздравный тост, здравица Polyb., Plut., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόποσις -εως, ἡ [προπίνω] toost:; προπόσεις ὀρέγειν toosten uitbrengen Critias B 6.7; drinkgelag:. συμβολικὴ πρόποσις drinkgelag waaraan iedereen een bijdrage levert AP 5.134.2.

Middle Liddell

πρόποσις, εως, προπίνω
a drinking to one, Polyb.