συοκτόνος

From LSJ
Revision as of 08:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῠοκτόνος Medium diacritics: συοκτόνος Low diacritics: συοκτόνος Capitals: ΣΥΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: syoktónos Transliteration B: syoktonos Transliteration C: syoktonos Beta Code: suokto/nos

English (LSJ)

ον,    A slaying swine or boars, Call.Dian.216, Nonn. D.1.27.

Greek (Liddell-Scott)

συοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων χοίρους ἢ κάπρους, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 216, Νόνν. Δ. 1. 27.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που φονεύει αγριόχοιρους ή χοίρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μηλο-κτόνος, χοιρο-κτόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σῠοκτόνος -ον [σῦς, κτείνω] zwijnendodend.