τετράκωλος

From LSJ
Revision as of 08:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράκωλος Medium diacritics: τετράκωλος Low diacritics: τετράκωλος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΩΛΟΣ
Transliteration A: tetrákōlos Transliteration B: tetrakōlos Transliteration C: tetrakolos Beta Code: tetra/kwlos

English (LSJ)

ον,    A with four limbs, μηχανή Rev.Phil.44.251 (Didyma, ii B.C.).    2 in four sections, [[[σύριγγες]]] Nicom.Harm.10.    3 of four members, περίοδος Sch.D.2.3; τετράκωλον, = quadrimembris sententia, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1098] viergliederig, vierfüßig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετράκωλος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα κῶλα (καθ’ Ἡσύχ.: «τετράκωλος· τετράπους»), ἔνθεν ἔβην τετράκωλος ἐπ’ οὔδεος Γρηγ. Ναζ. 82, 47, ἔκδ. Dronk.· ὁ ἐκ τεσσάρων μερῶν ἀποτελούμενος, στροφὴ Γραμμ.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράκωλος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος, Ν
1. αυτός που έχει τέσσερα μέλη, τετραμελής
2. αυτός που αποτελείται από τέσσερα κώλα περιόδου
3. φρ. «τετράκωλος περίοδος»
(αρχ. μετρ.) μετρική περίοδος που αποτελείται από τέσσερεις σύνθετους πόδες, σύμμετρους μεταξύ τους
αρχ.
αυτός που αποτελείται από τέσσερα τμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κῶλον «τμήμα περιόδου ή στίχου» (πρβλ. ἰσό-κωλος)].