τημελής
From LSJ
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
English (LSJ)
ές, A careful, heedful, Hsch. Phot., Suid. Adv. -ῶς Max.Tyr.25.4; poet. -έως Aglaras 28. (Origin uncertain: cf. ἀτημελής.)
German (Pape)
[Seite 1108] ές, sorgfältig, wartend, pflegend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τημελής: -ές, ἐπιμελής, προσεκτικός, Νικήτ. Χρον. 164D. - Ἐπίρρ. τημελῶς, ὁ γεωργὸς τημελῶς πρόσεισιν Μάξ. Τύρ. 25. 4. (Ἡ ἐτυμολογία ἀβέβαιος, πρβλ. ἀτημελής).
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
επιμελής, προσεχτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τημελῶ].