τοξόκλυτος

From LSJ
Revision as of 08:56, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξόκλῠτος Medium diacritics: τοξόκλυτος Low diacritics: τοξόκλυτος Capitals: ΤΟΞΟΚΛΥΤΟΣ
Transliteration A: toxóklytos Transliteration B: toxoklytos Transliteration C: toksoklytos Beta Code: toco/klutos

English (LSJ)

ον,    A famed for archery, Pi.Fr.312, B.10.39.

German (Pape)

[Seite 1128] s. τοξίκλυτος.

Greek (Liddell-Scott)

τοξόκλῠτος: -ον, περίφημος ἐπὶ τῷ τόξῳ, Πινδ. Ἀποσπ. 279 (Σχόλ. Ἑνετικ. Β. εἰς Ἰλ. Χ. 51).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που είναι ξακουστός για το τόξο του, για τις ικανότητές του στην τοξοβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + κλυτός «ονομαστός, ένδοξος» (< κλύω)].

Russian (Dvoretsky)

τοξόκλῠτος: славный (своим) луком Pind.