τρίφωνος

From LSJ
Revision as of 09:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίφωνος Medium diacritics: τρίφωνος Low diacritics: τρίφωνος Capitals: ΤΡΙΦΩΝΟΣ
Transliteration A: tríphōnos Transliteration B: triphōnos Transliteration C: trifonos Beta Code: tri/fwnos

English (LSJ)

ον, (φωνή)    A three-voiced, Id. s.v. τριφάσιοι.

German (Pape)

[Seite 1149] dreistimmig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τρίφωνος: -ον, (φωνὴ) ὁ ἔχων τρεῖς φωνάς, Ἡσύχ. ἐν λέξ. τριφάσιοι.

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για μελωδία) αυτός που εκτελείται από τρεις φωνές
2. φρ. «τρίφωνη συγχορδία»
μουσ. συγχορδία αποτελούμενη από τρεις φθόγγους, έναν θεμέλιο και την τρίτη και την πέμπτη αρμονική του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ἡμί-φωνος].