φίλυδρος

From LSJ
Revision as of 09:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φίλυδρος Medium diacritics: φίλυδρος Low diacritics: φίλυδρος Capitals: ΦΙΛΥΔΡΟΣ
Transliteration A: phílydros Transliteration B: philydros Transliteration C: filydros Beta Code: fi/ludros

English (LSJ)

ον,    A loving water, of the horse, Arist.HA605a13; λάχανα Thphr.HP7.5.1, cf. 6.7.6.

German (Pape)

[Seite 1289] Wasser, wässerige Dinge liebend; Arist. H. A. 8, 24; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φίλυδρος: -ον, ὁ φιλῶν τὸ ὕδωρ, ἐπὶ τοῦ ἵππου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 11· λάχανα Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο / φίλυδρος, -ον, ΝΜΑ
(για φυτό) αυτός που αναπτύσσεται στο νερό, που χρειάζεται πολύ νερό για να αναπτυχθεί
νεοελλ.
1. υδρόφιλος («φίλυδρο βαμβάκι»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο φίλυδρος
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων
3. το ουδ. ως ουσ. το φίλυδρο
βοτ. γένος δικότυλων αγγειόσπερμων φυτών της οικογένειας φιλυδρίδες
αρχ.
(για άλογο) αυτός που του αρέσει το λουτρό, το νερό («φιλόλουτρον τὸ ζῷον καὶ φίλυδρον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -υδρος (< ὕδωρ, ὕδατος), πρβλ. χέρσ-υδρος].

Russian (Dvoretsky)

φίλυδρος: любящий воду (τὸ ζῷον Arst.; φυτόν Plut.).