φαλαγγηδόν
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
Adv. A in phalanxes, Il.15.360, Plb.3.115.12, Polyaen.7.44.2, Onos.21.6.
German (Pape)
[Seite 1252] adv., phalangenweise, in Phalangen; Il. 15, 360; Pol. 3, 115, 12, im Ggstz von κατ' ἄνδρα καὶ κατὰ σπείρας. Vgl. Plut. Otho 12.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλαγγηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ φάλαγγας, Ἰλ. Ο. 360, Πολύβ. 3. 115, 12, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
en ordre de bataille, en troupe rangée.
Étymologie: φάλαγξ, -δον.
English (Autenrieth)
by phalanxes, in companies, in columns.
Greek Monolingual
ΝΑ
επίρρ. κατά φάλαγγες («φαλαγγηδὸν ἐμάχοντο», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, -αγγος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].
Greek Monotonic
φᾰλαγγηδόν: επίρρ. (φάλαγξ), σε φάλαγγες, σε Ομήρ. Ιλ., Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
φᾰλαγγηδόν: adv. фалангами, колоннами, в сомкнутом строю (προχέεσθαι Hom.; στρέφεσθαι Polyb.; μάχεσθαι Plut.).
Middle Liddell
φάλαγξ
in phalanxes, Il., Polyb.