φερέκακος

From LSJ
Revision as of 09:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερέκᾰκος Medium diacritics: φερέκακος Low diacritics: φερέκακος Capitals: ΦΕΡΕΚΑΚΟΣ
Transliteration A: pherékakos Transliteration B: pherekakos Transliteration C: ferekakos Beta Code: fere/kakos

English (LSJ)

ον,    A inured to toil or hardship, Plb.3.71.10, 3.79.5.

German (Pape)

[Seite 1261] Unglück, Anstrengung tragend, erduldend, Pol. 3, 71, 10. 79, 5; Suid. erkl. καρτερικός.

Greek (Liddell-Scott)

φερέκᾰκος: -ον, ὁ ἀντέχων εἰς τοὺς κόπους, φερέπονος, καρτερικός, τοὺς νομαδικοὺς ἱππεῖς συναγαγών, ὄντας φερεκάκους διαφερόντως... προσέταξε, κλπ. Πολύβ. 3. 71, 10., 3. 79, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui supporte la fatigue ou la misère.
Étymologie: φέρω, κακόν.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αντέχει τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, καρτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -κακος (< κακός), πρβλ. ἀλεξί-κακος, λυσί-κακος].

Greek Monotonic

φερέκᾰκος: -ον (κακόν), αυτός που αντέχει να μοχθεί ή υποφέρει τις κακουχίες, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

φερέκᾰκος: твердо выносящий трудности, выносливый, стойкий (οἱ Νομαδικοὶ ἱππεῖς Polyb.).

Middle Liddell

φερέ-κᾰκος, ον, κακόν
inured to toil or hardship, Polyb.