φρεάτιος

From LSJ
Revision as of 09:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρεᾱτιος Medium diacritics: φρεάτιος Low diacritics: φρεάτιος Capitals: ΦΡΕΑΤΙΟΣ
Transliteration A: phreátios Transliteration B: phreatios Transliteration C: freatios Beta Code: frea/tios

English (LSJ)

α, ον,    A = φρεατιαῖος, Ruf.Fr.66, Gp.2.6.33, Anon. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 1304] zum Brunnen gehörig, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

φρεάτιος: -α, -ον, = φρεατιαῖος, ἐν τόποις τοῖς μὴ ἔχουσιν ὕδωρ, μήτε ἐπίρρυτον, μήτε πηγαῖον, μήτε φρεάτιον Γεωπον. 2. 6, 33, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-α, -ο / φρεάτιος, -ία, -ον, ΝΜΑ φρέαρ, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φρέαρ, πηγαδήσιος
2. αυτός που προέρχεται από φρέαρ
3. το ουδ. ως ουσ. βλ. φρεάτιο
νεοελλ.
φρ. «φρεάτιος ορίζοντας»
γεωλ. ο υδροφόρος ορίζοντας.