χρυσοφύλαξ

From LSJ
Revision as of 10:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß

Menander, Monostichoi, 177
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοφύλαξ Medium diacritics: χρυσοφύλαξ Low diacritics: χρυσοφύλαξ Capitals: ΧΡΥΣΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: chrysophýlax Transliteration B: chrysophylax Transliteration C: chrysofylaks Beta Code: xrusofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,    A gold-keeper, of gryphons, Hdt.4.13,27; σωρευτὰς χρημάτων καὶ χ. Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).150; treasurer, θεοῦ E.Ion54.    2 keeping money, θύλακος Plu.Arist.24.

German (Pape)

[Seite 1383] ακος, Gold bewachend, Goldhüter; Beiwort der Greise, Her. 4, 13. 27; θεοῦ, in Delphi, Eur. Ion 54; auch θύλακος, Plut. Arist. 24.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων χρυσόν, θύλακος Πλουτ. Ἀριστείδ. 24. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., φύλαξ τοῦ χρυσοῦ, ἐπίθ. τῶν γρυπῶν παρ’ Ἡροδ. 4. 13, 27· θησαυροφύλαξ, ταμίας, θεοῦ Εὐρ. Ἴων 54. 2) χρηματοφυλάκιον, βαλλάντιον, Πλουτ. Ἀριστείδ. 24.

French (Bailly abrégé)

ύλακος (ὁ, ἡ)
gardien de l’or, gardien d’un trésor;
χρυσοφύλαξ, trésorier.
Étymologie: χρυσός, φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, ἡ, ΜΑ
ως επίθ. αυτός που φυλάγει, που προστατεύει από κλοπή τον χρυσό («τοὺς χρυσοφύλακας γρῡπας», Ηρόδ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. (στους Δελφούς) θησαυροφύλακας, ταμίας
2. φρ. «θύλακος χρυσοφύλαξ» — βαλάντιο, θήκη για τη φύλαξη τών νομισμάτων (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + φύλαξ (πρβλ. θησαυρο-φύλαξ)].

Greek Monotonic

χρῡσοφύλαξ: -ακος, ὁ, ἡ[ῠ], αυτός που φυλά τον χρυσό, χρυσοφύλαξ θύλακος, σάκος με χρήματα, σε Πλούτ.· ως ουσ., φύλακας χρυσού, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοφύλαξ: ᾰκος (φῠ) adj. стерегущий золото (γρῦπες Her.): χ. θύλακος Plut. мешок для хранений золота.
ᾰκος ὁ хранитель золота (τοῦ θεοῦ Eur.).

Middle Liddell

χρῡ˘σο-φύλαξ, ακος,
keeping gold, χρ. θύλακος a money bag, Plut.:—as Subst. a gold-keeper, Hdt., Eur.