ἀμορβός

From LSJ
Revision as of 12:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμορβός Medium diacritics: ἀμορβός Low diacritics: αμορβός Capitals: ΑΜΟΡΒΟΣ
Transliteration A: amorbós Transliteration B: amorbos Transliteration C: amorvos Beta Code: a)morbo/s

English (LSJ)

ὁ,    A follower, attendant, Call.Dian.45: esp. herdsman, shepherd, Id.Hec.6, Nic. Th.49, Opp.C.1.132.    II as Adj., dark, Sch.Nic.Th.28; and ἀμορβῷ is v.l. for ἀμολγῷ, Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμορβός: ὁ, ἀκόλουθος, ὑπηρέτης, Spanh. Κάλλ. εἰς Ἄρτ. 45: κυρίως, βοσκός, ποιμήν, χοιροβοσκός, Ὀππ. Κ. 1. 132, Νικ. Θ. 49: πρβλ. ἀμορβάς. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., σκοτεινός, Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 28· σημειωτέον δὲ ὅτι τὸ ἀμορβῷ εἶναι διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀμολγῷ, παρ’ Ὁμ. (Ὁλόκληρος οἰκογένεια τῶν λέξεων τούτων εἶναι ἀμφιβόλου ἐτυμολογίας, εὕρηται δὲ μόνον παρ’ Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-]
1 seguidor, servidor Call.Dian.45, cf. Et.Gen.666
secuaz Κεφάλοιο καὶ Ἀμφιτρύωνος ἀμορβοί Euph.38C.57.
2 pastor Call.Fr.301, Nic.Th.49, Opp.C.1.132.

Greek Monolingual

ἀμορβός, ο (θηλ. ἀμορβὰς) (Α)
1. ακόλουθος, υπηρέτης
2. βοσκός, χοιροβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. αιολ. τ. αντί ἁμαρβὸς < ἁμαρτὴ «ταυτόχρονα, μαζί με» + βῆναι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμορβαῖος, ἀμορβεύς, ἀμορβεύω, ἀμορβέω, ἀμορβής, -ές].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. f.
Meaning: follower, shepherd (Call.).
Derivatives: Adj. ἀμορβαῖος said of χαράδραι (Nic. Th. 28, 489), meaning unclear; scholiasts render it with ποιμενικαί or σκοτεινώδεις (just guesses?); cf. EM 85, 20: ἀμορβης καὶ ἀμορβές σημαινει τὸ μεσονύκτιον παρὰ την ὄρφνην .... σημαίνει καὶ τὸν ἀκόλουθον. - ἀμορβίτης see ἀμόρα.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. See Pisani Ist. Lomb. 77, 541 (whose own explanation as *ἁμορ-β-ός, to ἁμαρ-τή (from *ἁμαρ-στη) and βῆναι is most improbable).

Frisk Etymology German

ἀμορβός: {amorbós}
Forms: ἀμορβάς f. (A. R.); auch ἀμορβεύς (Opp.), wohl retrograde Bildung von ἀμορβεύω.
Grammar: m. f.
Meaning: ‘Begleiter(in), Hirt’ (Kall., Nik., Opp.),
Derivative: Abgeleitetes Adjektiv ἀμορβαῖος Beiw. von χαράδραι (Nik. Th. 28, 489), Bed. unsicher, von den Scholl. mit ποιμενικαί oder σκοτεινώδεις erklärt; vgl. dazu EM 85, 20: ἀμορβὴς καὶ ἀμορβές· σημαίνει τὸ μεσονύκτιον παρὰ τὴν ὄρφνην .... σημαίνει καὶ τὸν ἀκόλουθον. — Denominative Verba ἀμορβέω (Antim.) und ἀμορβεύω (Nik.) begleiten. — Dagegen ἀμορβίτης zu ἀμόρα.
Etymology : Unerklärt. Über ältere und neuere Deutungsversuche s. Pisani Ist. Lomb. 77, 541, der selbst von *ἁμορβ-ός ausgeht, zu ἁμαρτή (aus *ἁμαρστη[?]) und βῆναι (?).
Page 1,94-95