ἀνάκρασις
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
εως, ἡ, A mixing with others, Plu.Alex.47, etc.
German (Pape)
[Seite 193] ἡ, die Vermischung, καὶ κοινωνία, Plut. Alex. 47.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκρᾱσις: -εως, ἡ, ἡ μετ’ ἄλλων ἀνάμιξις, Πλουτ. Ἀλέξ. 17, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
mélange, rapprochement avec.
Étymologie: ἀνακεράννυμι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 relación, trato humano, Plu.Alex.47, Gr.Naz.M.35.829A.
2 mezcla ἥ τε τῆς σπουδῆς πρὸς τὴν παιδιὰν ἀνάκρασις Plu.2.712b, τὰ ζῷα ... συνεχῆ καὶ ὡς εἰπεῖν κατὰ ἀνάκρασιν Alex.Aphr.in Metaph.528.15
•unión en gener., Isid.Pel.Ep.M.78.436B, esp. de lo divino y lo humano, Origenes Cels.3.41, ref. a la unión eucarística, Gr.Nyss.Or.Catech.37, a la intelectual y mística, Clem.Al.Strom.4.22.136.
Greek Monolingual
ἀνάκρασις (-εως), η (Α)
ἀνακεράννυμι
ανάμιξη, ανακάτωμα, συγκερασμός.
Greek Monotonic
ἀνάκρᾱσις: -εως, ἡ (ἀνακεράννυμι), ανάμειξη με άλλους, συγχρωτισμός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάκρᾱσις: εως ἡ смешение (ἀ. καὶ κοινωνία Plut.).
Middle Liddell
ἀνακεράννυμι
a mixing with others, Plut.