ἀνακόλλημα

From LSJ
Revision as of 13:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακόλλημα Medium diacritics: ἀνακόλλημα Low diacritics: ανακόλλημα Capitals: ΑΝΑΚΟΛΛΗΜΑ
Transliteration A: anakóllēma Transliteration B: anakollēma Transliteration C: anakollima Beta Code: a)nako/llhma

English (LSJ)

ατος, τό,    A adhesive plaster, Dsc.2.135, Aët.7.70.

German (Pape)

[Seite 193] τό, das Angeleimte, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακόλλημα: τό, τὸ ἐπικεκολλημένον, Διοσκ. 2. 164.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
venda o emplasto adhesivo Dsc.2.135, Eup.1.50, Asclep.Iun. en Gal.12.726, Heraclid. en Gal.12.741, Crit.Hist. en Gal.13.788, Aët.7.70.

Greek Monolingual

το (Α ἀνακόλλημα) ἀνακολλῶ
αυτό που κολλιέται επάνω σε κάποια επιφάνεια και ειδικότερα το έμπλαστρο που κολλιέται επάνω στο δέρμα για θεραπευτικούς λόγους, κατάπλασμα, μπλάστρι.