ἀνακωκύω
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
<*> ῡ, A wail aloud, κἀνακωκύσας λιγύ A.Pers.468, cf. S.Ant. 1227; κἀνακωκύει . . ὀξὺν φθόγγον utters a loud shrill wailing cry, ib. 423.
German (Pape)
[Seite 194] auf-, laut jammern, Tragg., z. B. Aesch. Pers. 460; mit acc., πικρᾶς ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον Soph. Ant. 419, sie läßt den heftigen Klagelaut des traurigen Vogels erschallen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακωκύω: [ῡ], θρηνῶ μεγαλοφώνως, κἀνακωκύσας λιγὺ Αἰσχύλ. Πέρσ. 468, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1227· κἀνακωκύει .. ὀξὺν φθόγγον, ἐκβάλλει ὀξεῖαν κραυγὴν θρήνων, ὀδύρεται μεγαλοφώνως, αὐτόθι 423.
French (Bailly abrégé)
pousser des cris de douleur.
Étymologie: ἀνά, κωκύω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῡ-]
lamentarse a gritos κἀνακωκύσας λιγύ A.Pers.468, cf. S.Ant.1227, Ach.Tat.3.23.3
•c. ac. int. κἀνακωκύει ... ὀξὺν φθόγγον S.Ant.423
•c. gen. ὧν ἀνακωκύει de las cosas de que se lamenta a gritos Luc.Cat.3.
Greek Monolingual
ἀνακωκύω (Α) κωκύω
θρηνώ, οδύρομαι κραυγάζοντας.
Greek Monotonic
ἀνακωκύω: [ῡ], μέλ. -σω, θρηνώ μεγαλόφωνα, σε Αισχύλ.· ἀνακωκύει φθόγγον, εκβάλλω οξεία θρηνητική κραυγή, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακωκύω: (ῡ) жалобно восклицать, вопить Aesch.: ἀ. ὀξὺν φθόγγον Soph. издавать жалобные пронзительные звуки.
Middle Liddell
to wail aloud, Aesch.; ἀνακωκύει φθόγγον utters a loud wail, Soph.