ἀντίκεντρον
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
τό, A that which acts as a goad, A.Eu.136,466.
German (Pape)
[Seite 253] τό, die Stelle eines Sporns, Stachels vertretend, vom Schmerz, Aesch. Eum. 131. 444.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίκεντρον: τό, πρᾶγμά τι χρησιμεῦον ὡς κέντρον, «κεντρὶ» Αἰσχύλ. Εὐμ. 136. 466.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ce qui remplace l’aiguillon.
Étymologie: ἀντί, κέντρον.
Spanish (DGE)
-ου, τό
equivalente de un aguijón τοῖς σώφροσιν γὰρ ἀντίκεντρα γίγνεται pues son para los cuerdos cual aguijón de los reproches, A.Eu.136, de los oráculos, A.Eu.466.
Greek Monolingual
ἀντίκεντρον, το (Α)
κάποιο γεγονός που πληγώνει σαν να είναι κεντρί.
Greek Monotonic
ἀντίκεντρον: τό, αυτό που χρησιμεύει ως κεντρί, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίκεντρον: τό досл. нечто вроде жала, перен. шип (ἄλγη ἀντίκεντρα καρδίᾳ Aesch.).