ἀντίταξις

From LSJ
Revision as of 13:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίταξις Medium diacritics: ἀντίταξις Low diacritics: αντίταξις Capitals: ΑΝΤΙΤΑΞΙΣ
Transliteration A: antítaxis Transliteration B: antitaxis Transliteration C: antitaksis Beta Code: a)nti/tacis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A a setting in array against, ἡ σφετέρα ἀ. τῶν τριήρων their ships ranged for battle, Th.7.17; ἀ. ποιεῖσθαι πρός τινα, = ἀντιτάσσεσθαι, Id.5.8, cf.Phld.Piet.12; contest, of bulls fighting, Hierocl. p.11A.    2 generally, opposition, D.H.10.57, Plu.2.663b, Andronic. Rhod.p.572M.

German (Pape)

[Seite 262] ἡ, Entgegenstellung eines Heeres, ἀντίταξιν ποιεῖοθαι πρός τινα Thuc. 5, 8; τῶν τριήρων 7, 17; übh. Widerstand, καὶ διαφορά Plut. Symp. 4, 1, 3 M.; ὑπέρ τινος D. Hal. 10, 57.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίταξις: -εως, ἡ, (ἀντιτάσσω) ἀντιπαράταξις, ἡ σφετέρα ἀντ. τῶν τριήρων Θουκ. 7. 17· ἀντ. ποιεῖσθαι πρός τινα = ἀντιτάσσεσθαι, ὁ αὐτ. 5. 8. 2) καθόλου, ἐναντίωσις, ἀντίστασις, Πλούτ. 2. 663Β, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de ranger en bataille contre;
2 résistance.
Étymologie: ἀντιτάσσω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 en cont. milit. alineación en contra πρὸς τὴν σφετέραν ἀντίταξιν τῶν τριήρων Th.7.17, πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Th.5.8, cf. Phld.Piet.p.79.19.
2 embestida de los toros, Hierocl.p.11
en gener. oposición, lucha πρὸς ἅπαν D.H.10.57, cf. Plu.2.663b, Ἔρις δὲ παρόρμησις εἰς ἀντίταξιν κακοποιητικήν Andronic.Rhod.p.572, πρὸς τὸν λόγον Plot.2.4.15
enfrentamiento πρὸς θάλπος καὶ χειμῶνα Philostr.Ep.29.

Greek Monolingual

ἀντίταξις, η (Α)
1. αντιπαράταξη
2. αντίθεση, αντίδραση.

Greek Monotonic

ἀντίταξις: -εως, ἡ (ἀντιτάσσω), αντιπαράταξη, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίταξις: εως ἡ
1) построение (войска) к бою (ἀντίταξιν ποιεῖσθαι πρός τινα Thuc.);
2) сопротивление (ἀ. καὶ διαφορά Plut.).

Middle Liddell

ἀντιτάσσω
counter-array, Thuc.