ἀντεπέξειμι

From LSJ
Revision as of 13:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεπέξειμι Medium diacritics: ἀντεπέξειμι Low diacritics: αντεπέξειμι Capitals: ΑΝΤΕΠΕΞΕΙΜΙ
Transliteration A: antepéxeimi Transliteration B: antepexeimi Transliteration C: antepekseimi Beta Code: a)ntepe/ceimi

English (LSJ)

(εἶμι    A ibo) march out to meet an enemy, πρός τινα Th.7.37: abs., X.Cyr.3.3.30, etc.

German (Pape)

[Seite 246] (s. εἶμι), gegen den anrückenden Feind ausrücken, Thuc. 7, 37; Xen. Cyr. 3, 3, 30 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπέξειμι: (εἶμι) ἀντεπεξέρχομαι κυρίως κατ’ ἐχθροῦ, πρός τινα Θουκ. 7. 37∙ ἀπολ., Ξεν. Κύρ. 3. 3, 30, κτλ.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀντεπεξῇν;
sortir pour marcher contre.
Étymologie: ἀντί, ἐπέξειμι.

Spanish (DGE)

avanzar a su vez contra πρὸς τοὺς ἀπὸ τοῦ Ὀλυμπείου ... ἀντεπεξῇσαν Th.7.37, ἐπ' αὐτούς Luc.Bacch.3, σφισιν D.C.48.40.2
abs. X.Cyr.3.3.30, op. ἐπέξειμι Polyaen.1.14.

Greek Monolingual

ἀντεπέξειμι (Α)
αντεπιτίθεμαι.

Greek Monotonic

ἀντεπέξειμι: (εἶμι, ibo), βαδίζω για να συναντήσω εχθρό, πρός τινα, σε Θουκ.· απόλ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεπέξειμι: выходить навстречу (πρὸς τοὺς ἱππέας Thuc.), (контр)атаковать Xen.

Middle Liddell

εἶμι ibo]
to march out to meet an enemy, πρός τινα Thuc.; absol., Xen.