ἀξιόποινος
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ον, A exacting due punishment, of Athena at Sparta, Paus.3.15.6.
German (Pape)
[Seite 270] (ποινή), strafwürdig. Aber Ἀθηνᾶ ἀξ., bei den Lakoniern, Paus. 3, 15, 6, die gerechte Strafen verhängt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιόποινος: -ον, ὁ ἄξιος ποινῆς, ἀλλ’ ἐν Σπάρτῃ τὸ πάλαι ὑπῆρχεν ἱερὸν Ἀθηνᾶς Ἀξιοποίνου ὡς τιμωρούσης ἐπαξίως τοὺς ἀξιοποίνους, «ὡς γὰρ δὴ ἀμυνόμενος Ἡρακλῆς Ἱπποκόωντα καὶ τοὺς παῖδας μετῆλθε κατ’ ἀξίαν ὧν προϋπῆρξαν, ἱερὸν Ἀθηνᾶς ἱδρύεται, Ἀξιοποίνου δὲ ἐπίκλησιν, ὅτι τὰς τιμωρίας οἱ παλαιοὶ τῶν ἀνθρώπων ὠνόμαζον ποινάς» Παυσ. 3. 15. 6.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀξιόποινος, -ον)
αυτός που αξίζει να τιμωρηθεί, ο κολάσιμος
αρχ.
εκείνος που επιβάλλει την τιμωρία που πρέπει.