ἀποσχολάζω
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
A rest, recreate oneself, ἔν τινι Arist.EN1176b17. 2 have leisure for, devote oneself to, τῷ οἴνῳ Ael.VH12.1. 3 spend one's leisure with one, go to him for teaching, Ps.-Hdt.Vit.Hom.5,34.
German (Pape)
[Seite 329] 1) sich an etwas von Geschäften erholen, ἔν τινι Arist. Eth. 10, 6. – 2) Muße zu etwas haben, sich einer Sache widmen, vacare, τινί Ael. V. H. 12, 1; παρά τινι, bei Einem in die Schule gehen, Her. vit. Hom. 5. 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσχολάζω: ξεκουράζομαι, ἀναπαύομαι, εὑρίσκω ἄνεσιν, ἔν τινι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 6, 4. 2) διέρχομαι ἢ ἀφιερῶ τὸν χρόνον εἴς τι, τῷ οἴνῳ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 1.
3) διατρίβω παρά τινι, ὑπάγω πρὸς αὐτὸν χάριν διδασκαλίας, Βίος Ὁμ. 5 καὶ 34.
French (Bailly abrégé)
s’adonner à, τινι.
Étymologie: ἀπό, σχολάζω.
Spanish (DGE)
pasar el rato, recrearse escuchando al aedo οἱ ξένοι ... ἀπεσχόλαζον παρὰ τῷ Μελησιγένει Ps.Hdt.Vit.Hom.5, παρὰ τῷ Ὁμήρῳ Ps.Hdt.Vit.Hom.34
•más gener. recrearse, divertirse ἐν τούτοις Arist.EN 1176b17, ἐν οἴνῳ Ael.VH 12.1 (p.125), cf. Hsch.
Greek Monolingual
κ. -σκολάζω κ. –σκολνώ (AM ἀποσχολάζω)
σταματώ την απασχόληση μου, ξεκουράζομαι
μσν.
(για στράτευμα) εγκαθίσταμαι κάπου και ησυχάζω
αρχ.
1. ψυχαγωγούμαι με κάτι
2. διαθέτω χρόνο για να κάνω κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσχολάζω: посвящать свободное время, заниматься на досуге (ἔν τινι Arst.).