ἀρνεύω
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
English (LSJ)
A frisk, tumble, Lyc.465; plunge, dive, Id.1103.
German (Pape)
[Seite 356] (von ἀρήν, ἀρνός, Bockssprünge machen), Kunstsprünge machen, πήδημα Lycophr. 465; ins Waffer tauchen, 1103, vom Bade.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρνεύω: (ἀρνὸς) πηδῶ, κυβιστῶ, Λυκ. 465· δύομαι, καταδύομαι, βουτῶ, ὁ αὐτ. 1103.
French (Bailly abrégé)
bondir comme un agneau.
Étymologie: ἀρήν.
Spanish (DGE)
lanzarse, tirarse de cabeza ἀρνεύσας λυγρὸν πήδημα πρὸς κνώδοντος αὐτουργοὺς σφαγάς tras haber dado un salto fatal sobre la inmolación suicida de la espada Lyc.465.
Greek Monotonic
ἀρνεύω: (ἀρνός), πηδώ, εφορμώ, κυβιστώ, όπως το κριάρι, βουτώ, σε Λυκόφρ.