ἀρίθμημα
From LSJ
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
English (LSJ)
ατος, τό, A reckoning, number, τῶν πάλων A.Eu.753; ἡμέρα ἀ. αἰώνιον Secund.Sent.4.
German (Pape)
[Seite 351] τό, die Zahl, Aesch. Eum. 723.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρίθμημα: τό, ἀρίθμησις, τῶν πάλων Αἰσχύλ. Εὐμ. 753.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
compte.
Étymologie: ἀριθμέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
número τῶν πάλων A.Eu.753, cf. Eust.Op.317.40.
Greek Monolingual
το (Α ἀρίθμημα) αριθμώ
αρίθμηση.
Greek Monotonic
ἀρίθμημα: -ατος, τό, υπολογισμός, αριθμός, αρίθμηση, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρίθμημα: ατος (ᾰρ) τό счет, число (τῶν πάλων Aesch.).
Middle Liddell
[from ἀριθμέω
a reckoning, number, Aesch.