ἄψοφος
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
ον, A = ἀφόφητος, S.Tr.967 (lyr.), E.Tr.887, Com.Adesp.1310, Arist.de An.420a7. Adv. -φως and -φέως EM183.22.
German (Pape)
[Seite 421] dasselbe, στόμα ἔχειν B. A. p. 9; κέλευθος Eur. Troad. 887; Soph. Trach. 968.
Greek (Liddell-Scott)
ἄψοφος: -ον, = ἀψόφητος, Ἱππ. 344. 51, Σοφ. Τρ. 967, Εὐρ. Τρῳ. 887. Ἐπίρρ. -φως Γρηγ. Ναζ.: -φέως Ἐτυμ. Μ. 183, 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans bruit.
Étymologie: ἀ, ψόφος.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no hace ruido, silencioso βαρεῖαν ἄψοφον φέρει βάσιν S.Tr.967, ἴχνος Call.Ap.12, Del.302, Nonn.D.13.10, ἄ. κέλευθος E.Tr.887, Plot.4.4.45, Procl.in Ti.1.398.18, An.Ox.3.411, θεὸς δ' ἰχνεύουσα δι' ὕδατος ἄψοφον ἀκτήν Nonn.D.41.106, αὐτὸς ... ἄψοφον ὁ ἀήρ Arist.de An.420a7, ἀπὸ τῆς ἀψόφου ... ἐκπνοῆς Gal.4.478, ὑδάτων δὲ χύσις ἄ. στάτω Synes.Hymn.2.42
•fig. de abstr. θεωρία ἄ. Plot.3.8.4
•de la boca callada ἄψοφον ἔχειν στόμα Trag.Adesp.336a, Com.Adesp.1310.
2 adv. -ως jón. -έως sin ruido, silenciosamente Plot.4.3.4, EM 377, 523, An.Ox.1.374.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄψοφος, -ον) ψόφος
ο αψόφητος.
Greek Monotonic
ἄψοφος: -ον, = ἀψόφητος, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄψοφος: Soph., Eur., Plut. = ἀψύφητος.