ἐμποδιστικός

From LSJ
Revision as of 17:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμποδιστικός Medium diacritics: ἐμποδιστικός Low diacritics: εμποδιστικός Capitals: ΕΜΠΟΔΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: empodistikós Transliteration B: empodistikos Transliteration C: empodistikos Beta Code: e)mpodistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A trammelling, Arist.EN1153b2, Ph. 215b11, Plb.5.16.6, Phld.D.3.9, LXX 4 Ma.1.4, M.Ant.8.41.

German (Pape)

[Seite 815] ή, όν, hinderlich, verhindernd; Arist. Eth. 7, 13; τινός, Sp., wie M. Anton. 8, 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποδιστικός: -ή, -όν, κωλυτικός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 13, 1, Φυσ. 4. 8, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à faire obstacle, à empêcher, gén..
Étymologie: ἐμποδίζω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que constituye un impedimento, obstáculo o traba ἣ δὲ (λύπη κακόν) τῷ πῇ ἐμποδιστική el dolor es un mal en tanto que impedimento para algo Arist.EN 1153b2, ὅσῳ ἂν ᾖ ... ἧττον ἐμποδιστικὸν ... δι' οὗ φέρεται, θᾶττον οἰσθήσεται cuanto menos resistente sea el medio por el que atraviesa (un cuerpo) más rápido se moverá Arist.Ph.215b11, cf. Phld.D.3.9.41, Vett.Val.173.20, Doroth.361.25
frec. c. gen. obj. τὰ τῆς δικαιοσύνης ἐμποδιστικὰ πάθη LXX 4Ma.1.4, cf. M.Ant.8.41, Gal.7.47, Didym.in Ps.245.2, Procl.in R.1.98
neutr. subst. φευκτότερον ... τὸ μᾶλλον ἐμποδιστικὸν τῶν αἱρετῶν Arist.Top.118b34.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐμποδιστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που φέρει ή προκαλεί εμπόδια, που είναι εμπόδιο, που γίνεται για παρακώλυση, κωλυσιεργός
2. ο απαγορευτικός.

Russian (Dvoretsky)

ἐμποδιστικός: препятствующий, задерживающий Arst.