ἐμφόρησις

From LSJ
Revision as of 17:58, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφόρησις Medium diacritics: ἐμφόρησις Low diacritics: εμφόρησις Capitals: ΕΜΦΟΡΗΣΙΣ
Transliteration A: emphórēsis Transliteration B: emphorēsis Transliteration C: emforisis Beta Code: e)mfo/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A greedy eating and drinking, Ath.1.10b; σαρκῶν - σεις Plu.2.472b; τῶν ἀλλοτρίων σωμάτων Porph.Abst.1.34; repletion, Paul.Aeg.6.96.

German (Pape)

[Seite 820] ἡ, unmäßiger Genuß, Uebersättigung, Ath. I, 10 b u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφόρησις: -εως, ἡ, ὑπερπλήρωσις, λαίμαργος πολυφαγία καὶ πολυποσία, οὐ διψήσεως ἄκος, ἀλλ’ ἐμφορήσεως ἕνεκα Ἀθήν. 10 Β.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se gorger de, usage immodéré, jouissance jusqu’à satiété.
Étymologie: ἐμφορέω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Morfología: [plu. nom. -ιες Androcydes en Plu.2.995e]
1 hartura, saciedad de alimentos, c. gen. obj. σαρκῶν Androcides l.c., οἴνου como causa de enfermedad, Gal.19.545, cf. Porph.Abst.1.34, Chrys.M.64.18, op. ἀποχή Ast.Am.Hom.14.9.1, οὐ διψήσεως ἄκος, ἄλλ' ἐμφορήσεως ἕνεκα no un remedio para la sed, sino para saciar Ath.10b, cf. Paul.Aeg.6.96.2, en sent. fig. ἀγαθῶν Herm.in Phdr.138, τοῦ ἔρωτος Herm.in Phdr.164.
2 carga εἰ σάρκινος εἶ, ἔχεις ... τὴν ἥδιστην ἐμφόρησιν Gr.Nyss.Hom.Par.84.5.
3 traída, acción de traer μὴ ... τισιν δόξω λοιμώδους δυσοδμίας ἐργάζεσθαι τὴν ἐμφόρησιν no parezca a alguien que soy yo el que trae el mal olor Epiph.Const.Haer.27.4.5.

Greek Monolingual

ἐμφόρησις, η (AM)
1. υπερπλήρωση
2. υπερβολική πολυφαγία και πολυποσία
3. υπερβολική ηδονή, ευχαρίστηση, απόλαυση
αρχ.
έμπνευση, επίπνοια, επινόηση.

Russian (Dvoretsky)

ἐμφόρησις: εως ἡ тж. pl. неумеренное потребление (σαρκῶν Plut.).