ἐπιμύλιος

From LSJ
Revision as of 19:43, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμῠλιος Medium diacritics: ἐπιμύλιος Low diacritics: επιμύλιος Capitals: ΕΠΙΜΥΛΙΟΣ
Transliteration A: epimýlios Transliteration B: epimylios Transliteration C: epimylios Beta Code: e)pimu/lios

English (LSJ)

ον,    A at or in the mill, epith. of Artemis, S.E.M.9.185.    2. of a millstone, κλάσμα LXXJd.9.53 (s.v.l.).    II. as Subst.,    1. ἐπιμύλιον, τό, the upper millstone, ib.De.24.6.    2. ἐπιμύλιος (sc. ω'δή), ἡ, song sung while grinding, Tryphoap.Ath.14.618d, Ael.VH7.4, Hsch. s.v. ἱμαλίς.

German (Pape)

[Seite 964] zur Mühle gehörig, ᾆσμα Ath. XIV, 618 d, ᾠδή Poll. 4, 53, beim Mahlen auf der Mühle gesungen; vgl. Ael. V. H. 7, 4 u. ἱμαῖος; Artemis heißt so Sext. Emp. adv. phys. 1, 185.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμύλιος: ῠ, ον, (μύλη) πλησίον ἢ ἐντὸς τοῦ μύλου, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 185. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) τὸ ἐπιμύλιον, ὁ ἄνω λίθος τοῦ μύλου, ἡ ἐπάνω μυλόπετρα, Ἑβδ. (Δευτ. ΚΔ΄, 6). 2) ἡ ἐπιμύλιος (ἐξυπ. ᾠδή), ᾆσμα ᾀδόμενον κατὰ τὸ ἄλεσμα παρὰ τὰς μυλοπέτρας, ἡ ἐπιμύλιος (ᾠδὴ) καλουμένη, ἣν παρὰ τοὺς ἀλέτους ᾖδον Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618D, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 4.

Greek Monolingual

ἐπιμύλιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται μέσα ή κοντά στον μύλο
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη μυλόπετρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμύλιον
η πάνω μυλόπετρα
3. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιμύλιος (ᾠδή), τὸ ἐπιμύλιον (ἆσμα)
τραγούδι που τραγουδούσαν κατά το άλεσμα τών δημητριακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μύλιος (< μύλη «μυλόπετρα»)].

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμύλιος: (ῠ) мельничная, мукомольная (эпитет Артемиды как хранительницы мельниц) Sext.