ἑπτακόσιοι

From LSJ
Revision as of 22:24, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπτᾰκόσιοι Medium diacritics: ἑπτακόσιοι Low diacritics: επτακόσιοι Capitals: ΕΠΤΑΚΟΣΙΟΙ
Transliteration A: heptakósioi Transliteration B: heptakosioi Transliteration C: eptakosioi Beta Code: e(ptako/sioi

English (LSJ)

αι, α,    A seven hundred, Hdt.2.140, etc.

German (Pape)

[Seite 1012] αι, α, siebenhundert, Her. 3, 91; Plat. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτᾰκόσιοι: -αι, -α, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 2. 140, κλ.

French (Bailly abrégé)

αι, α;
sept cents.
Étymologie: ἑπτά, -κόσιοι.

Greek Monolingual

και εφτακόσιοι, -ες, -α (Α ἑπτακόσιοι, -αι, -α)
(απόλ. αριθμτ.) επτά εκατοντάδες
νεοελλ.
το ουδ. σε χρήση αντί για το τακτικό επτακοσιοστός («το επτακόσια μετά Χριστόν» — το επτακοσιοστό έτος μετά τη γέννηση του Χριστού).

Greek Monotonic

ἑπτᾰκόσιοι: -ια, -α, εφτακόσιοι, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτᾰκόσιοι: семьсот Her., Thuc.

Middle Liddell

seven hundred, Hdt., etc.