ἡμίκλαστος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (κλάω) A half-broken, Plu.2.306b, 317d.
German (Pape)
[Seite 1168] halb zerbrochen, Plut. fort. Rom. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίκλαστος: -ον, (κλάω) κατὰ τὸ ἥμισυ τεθλασμένος, Πλούτ. 2. 306Α, 317C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à demi brisé.
Étymologie: ἡμι-, κλάω².
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίκλαστος, -ον)
νεοελλ.
φρ. (για φύλλο χαρτιού) «αναφορά εις ημίκλαστον» — αναφορά γραμμένη σε φύλλο χαρτιού διπλωμένο στα δύο, τσακισμένο στη μέση
αρχ.
τεθλασμένος, τσακισμένος κατά το ήμισυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κλαστος (< κλω), πρβλ. ά-κλαστος].
Russian (Dvoretsky)
ἡμίκλαστος:
1) полуразбитый (λάφυρα Plut.);
2) наполовину сломанный, надломленный (δόρατα Plut.).