ἰσήρης

From LSJ
Revision as of 23:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσήρης Medium diacritics: ἰσήρης Low diacritics: ισήρης Capitals: ΙΣΗΡΗΣ
Transliteration A: isḗrēs Transliteration B: isērēs Transliteration C: isiris Beta Code: i)sh/rhs

English (LSJ)

ες,=    A ἴσος, ἰ. ψῆφοι E.IT1472, cf. Nic.Th.643 [ῑς]: c. dat., ῥαιβοῖσιν ἰσήρεες [ῐς] ib.788.

German (Pape)

[Seite 1263] ες, gleichgefugt, gleich; ψῆφοι Eur. I. T. 1472; Nic. Th. 643.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσήρης: -ες, = ἴσος, ἰσ. ψῆφοι Εὐρ. Ι. Τ. 1472· ὁ Νίκανδρ. ἐδανείσθη τὸν τύπον τοῦτον ποιῶν ῑ ἐν Θηριακ. 643· ῐ αὐτόθι 788· ἰσ. τινὶ ὁ αὐτ. παρὰ Γαλην. 12. 383Α· (περὶ τῆς καταλήξεως ἴδε κατήρης).

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
ajusté également ; égal, semblable à, τινι.
Étymologie: ἴσος, ἄρω.

Greek Monolingual

ἰσήρης, -ες (Α)
ἴσος («νικᾱν ἰσήρεις ὅστις ἂν ψήφους λάβῃ» — να κερδίζει τη δίκη όποιος πάρει ίσους ψήφους, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήρης (Ι)].

Greek Monotonic

ἰσήρης: -ες (*ἄρω), = ἴσος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσήρης: положенный в равном количестве, равный: ἰσήρεις ψῆφοι Eur. равное количество голосов (за и против).

Middle Liddell

ἰσ-ήρης, ες [*ἄρω] = ἴσος, Eur.]