ἰσχυρογνωμοσύνη

From LSJ
Revision as of 23:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῡρογνωμοσύνη Medium diacritics: ἰσχυρογνωμοσύνη Low diacritics: ισχυρογνωμοσύνη Capitals: ΙΣΧΥΡΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: ischyrognōmosýnē Transliteration B: ischyrognōmosynē Transliteration C: ischyrognomosyni Beta Code: i)sxurognwmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,    A obstinacy, Ph.1.653, J.Ap.1.22.

German (Pape)

[Seite 1273] ἡ, fester, starrer Sinn, Ios. u. a. Sp.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσχυρογνωμοσύνη) ισχυρογνώμων
η αδικαιολόγητη επιμονή σε μια γνώμη, το να επιμένει κάποιος αδικαιολόγητα σε μια άποψη, σε μια επιθυμία ή απαίτηση.