ὑπέρφρων

Revision as of 08:25, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν)    A haughty, arrogant, σῆμα, λόγοι, A.Th.387,410; φρονήματα E.Heracl.388: neut. pl. ὑπέρφρονα as Adv., S.Aj.1236. Regul. Adv. ὑπερφρόνως D.C.37.5,49 (this Adv. is censured by Poll.9.147).    2 in good sense, ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος = from a sense of superiority, Th.2.62, D.C.45.43.

German (Pape)

[Seite 1204] ονος, darüberhinaus denkend, im guten Sinne, hochsinnig, über alles Kleinliche erhaben, Thuc. 2, 62. – Gew. tadelnd, über-, hochmüthig, stolz; λόγοι Aesch. Spt. 392; ἔχει δ' ὑπέρφρον σῆμ' ἐπ' ἀσπίδος 369; Soph. Ai. 1215; φρονήματα Eur. Heracl. 389.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὑπερβαλλόντως ὑπερήφανος, ἀγέρωχος, ὑπεροπτικός, σῆμα, λόγοι Αἰσχύλ. Θήβ. 380, 410· φρονήματα Εὐρ. Ἡρακλ. 388· οὐδ. πληθ. ὑπέρφρονα ὡς ἐπίρρ., Σοφ. Αἴ. 1236. ― Ἐπίρρ. ὑπερφρόνως, Δίων Κ. 37. 5 καὶ 49. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος, ἐκ συναισθήσεως ὑπεροχῆς, Θουκ. 2. 62, Δίων Κ. 45. 43· - τὴν χρῆσιν ταύτην κατακρίνει ὁ Πολυδ. Θ΄, 147.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
1 qui a des sentiments trop hauts, fier, orgueilleux ; plur. neutre adv. • ὑπέρφρονα SOPH avec orgueil;
2 en b. part qui a des sentiments élevés, magnanime : ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος THC par grandeur d’âme.
Étymologie: ὑπέρ, φρήν.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύ υπερήφανος, αγέρωχος («τῶν φρονημάτων ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων», Ευρ.)
2. γενναιόψυχος, υψηλόφρονας·3. το ουδ. ως ουσ. τὸ υπέρφρον
γενναιοφροσύνη
4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρφρονα
πολύ υπερήφανα, αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. πρό-φρων].

Greek Monotonic

ὑπέρφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν),
1. φαντασμένος, υπερβολικά υπερήφανος, αλαζονικός, περιφρονητικός, καταφρονητικός, υπεροπτικός, σε Αισχύλ., Ευρ.· ουδ. πληθ. ὑπέρφρονα, ως επίρρ., σε Σοφ.
2. με θετική σημασία, ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος, από αίσθηση υπεροχής, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρφρων: gen. ονος
1) высокомерный, надменный (λόγοι Aesch.; φρονήματα Eur.);
2) горделивый (τὸ σῆμα ἐπ᾽ ἀσπίδος Aesch.);
3) уверенный в себе (ἡ τόλμα Thuc.).

Middle Liddell

ὑπέρφρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
1. over-proud, haughty, disdainful, arrogant, Aesch., Eur.: neut. pl. ὑπέρφρονα as adv., Soph.
2. in good sense, ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος from a sense of superiority, Thuc.

English (Woodhouse)

boastful, haughty, haughly, puffed up