ὑποκαθαίρω

From LSJ
Revision as of 08:45, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκᾰθαίρω Medium diacritics: ὑποκαθαίρω Low diacritics: υποκαθαίρω Capitals: ΥΠΟΚΑΘΑΙΡΩ
Transliteration A: hypokathaírō Transliteration B: hypokathairō Transliteration C: ypokathairo Beta Code: u(pokaqai/rw

English (LSJ)

   A purge downwards, τὴν κοιλίην Hp.Aph.7.68, cf. Thphr.HP7.12.3, Plu.2.127c, Gal.6.248.

German (Pape)

[Seite 1218] von unten reinigen, abführen; Plut. de sanit. tu. p. 384; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκᾰθαίρω: διὰ καθαρτικοῦ κενώνω κάτωθεν, ὑποκαθῆραι τὴν κοιλίην Ἱππ. Ἀφορισμ. 1261, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 12, 3, Πλούτ. 2. 127C, Γαλην. τ. 6, σ. 248, 4. ΙΙ. διὰ καθάρσεως ἐκβάλλω, τὴν κόπρον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 888Α.

French (Bailly abrégé)

purger par le bas.
Étymologie: ὑπό, καθαίρω.

Greek Monolingual

ὑποκαθαίρω ΝΑ
ιατρ. καθαρίζω τον εντερικό σωλήνα με καθαρτικό, προκαλώ κενώσεις με χρήση καθαρτικών ή με άλλο τρόπο
αρχ.
εκβάλλω, αποβάλλω με κάθαρση («ὑποκαθαίρει τὴν κόπρον», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + καθαίρω «καθαρίζω»].

Russian (Dvoretsky)

ὑποκαθαίρω: прочищать (τὸ σῶμα Plut.).