ὑποκάρδιος
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ον, A in the heart, ἕλκος, ὀργά, Theoc.11.15, 20.17.
German (Pape)
[Seite 1219] unter dem Herzen, am, im Herzen, ἕλκος, ὀργή, Theocr. 11, 15. 20, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκάρδιος: -ον, ὁ ἐν τῇ καρδίᾳ, ἕλκος, ὀργὴ Θεόκρ. 11. 15., 20. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est au fond du cœur.
Étymologie: ὑπό, καρδία.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑποκάρδιος, -ον, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται μέσα στην καρδιά, ενδόμυχος (α. «ὑποκάρδιος πόθος» β. «φέρω δ' ὑποκάρδιον ὀργάν», Θεοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ἐγ-κάρδιος, κατα-κάρδιος].
Greek Monotonic
ὑποκάρδιος: -ον (καρδία), αυτός που βρίσκεται στην καρδιά, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκάρδιος: таящийся в сердце (ἕλκος Theocr.).