ὠλεσίοικος
English (LSJ)
ον, A destroying the house, τὰν ὠ. θεόν (sc. Ἐρινύν) A.Th.720 (lyr.); ἀνάστασιν ὠλεσίοικον Orph.Fr.285.26; ἁρπαγαὶ ὠ. ib.58; written ὀλεσ- in Lib. Decl.26.32 codd. II squandering one's substance, Com.Adesp. 1200.
Greek (Liddell-Scott)
ὠλεσίοικος: -ον, ὁ τὸν οἶκον καταστρέφων, τὰν ὠλ. θεὸν (ἐξυπακ. Ἐρινὺν) Αἰσχύλ. Θήβ. 720· ― τοῦτο δὲ ἀναγνωστέον ἀντὶ ὀλεσ-, παρὰ Λιβαν. 4. 143, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 701. ΙΙ. ὁ διασκορπίζων τὴν ἑαυτοῦ περιουσίαν, οἰκοφθόρος, ἄσωτος, Α. Β. 318, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui perd les maisons, les familles;
2 qui ruine une maison par ses dépenses.
Étymologie: ὄλλυμι, οἶκος.
Greek Monolingual
και ὀλεσίοικος, -ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που καταστρέφει το σπίτι του, την οικογένειά του
2. αυτός που διασπαθίζει, που κατασπαταλά την περιουσία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι- του ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + οἶκος (πρβλ. σωσί-οικος). Ο μακρός φωνηεντισμός ω- του τ. ὠλεσί-οικος οφείλεται πιθ. σε διευθέτηση μετρικών αναγκών].
Greek Monotonic
ὠλεσίοικος: -ον, αυτός που καταστρέφει το σπίτι του, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὠλεσίοικος: несущий разрушение дому или роду (ἁ θεός = Ἐρινύς Aesch.).
Middle Liddell
ὠλεσί-οικος, ον,
destroying the house, Aesch.