ὑψιπετής

From LSJ
Revision as of 09:28, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπετής Medium diacritics: ὑψιπετής Low diacritics: υψιπετής Capitals: ΥΨΙΠΕΤΗΣ
Transliteration A: hypsipetḗs Transliteration B: hypsipetēs Transliteration C: ypsipetis Beta Code: u(yipeth/s

English (LSJ)

ές, (πίπτω)    A fallen from heaven, Παλλάδιον Eust.1520.62, cf. Suid.    2 lofty, ἀμπτάμενος οὐράνιον ὑ. ἐς μέλαθρον E.Hec.1101 (lyr.).    3 v. foreg. fin.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐπετής: -ές, (√ΠΕΤ, πίπτω), ὁ ἐκ τοῦ ὕψους, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσών, Εὐστ. 1520. 60, Σουΐδ.· πρβλ. Διϊπετής· ― καθόλου, οὐράνιον ὑψ. ἐς μέλαθρον Εὐρ. Ἑκ. 1100, πρβλ. τὸ τῆς σημερινῆς «οὐρανοκατέβατος». ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 309, 310.

Greek Monolingual

ο / ὑψιπέτης, ΝΜΑ, θηλ. υψιπέτις, -ιδος, Ν, και δωρ. τ. ὑψιπέτας Α
αυτός που πετάει στα ύψη
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εκφράζει υψηλές έννοιες («υψιπέτις φαντασία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -πέτης (< πέτομαι «πετώ»].
-ές / ὑψιπετής, -ές, ΝΜΑ
αυτός που έπεσε από τον ουρανό ή, γενικά, από ψηλά, ουρανοκατέβατος
νεοελλ.
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους πτηνών·

Russian (Dvoretsky)

ὑψιπετής: находящийся в вышине, горний (οὐράνιον μέλαθρον Eur.).