ζωόφυτος
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
ον,= A ζώφυτος ΙΙ, μέρη Plu.2.701c. II ζωόφῠτον, τό, zoöphyte, S.E.P.1.41 codd. 2 = ἀείζωον τὸ μέγα Ps.-Dsc.4.88.
Greek (Liddell-Scott)
ζωόφῠτος: -ον, = ζώφυτος, Πλούτ. 2. 701Β. ΙΙ. ζῳόφυτον, τό, πλάσμα μεταξὺ ζῴου καὶ φυτοῦ, Ἀριστ. Ι. Ζ. 18. 1, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ζώφυτος.
Greek Monolingual
και ζώφυτος ζωόφυτος και ζώφυτος, -ον (Α)
1. αυτός που παρέχει ζωή στα φυτά, ζωογόνος, γονιμοποιός («ἡ γῆ ζώφυτος οὖσα», Πλούτ.)
2. αυτός που φυτρώνει από τη γη («τὰ ζώφυτα» — τα φυτά, Στοβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -φυτος (< φύομαι), πρβλ. έμ-φυτος, κατά-φυτος].