λώτινος

From LSJ
Revision as of 15:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")

Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λώτῐνος Medium diacritics: λώτινος Low diacritics: λώτινος Capitals: ΛΩΤΙΝΟΣ
Transliteration A: lṓtinos Transliteration B: lōtinos Transliteration C: lotinos Beta Code: lw/tinos

English (LSJ)

η, ον, (λωτός III. I)    A lotus, ξύλον Thphr.HP4.2.9, 5.5.6; χόρτος PSI4.432.3 (iii B.C.); καρπός Dsc.2.76.    II made of lotus-wood, ὑποθυμίδες Anacr.39; κολεόν, μέγα λ. ἔργον Theoc.24.45; λ. αὐλοί (cf. λωτός III. 1 a, b) Ath.4.182d: hence λ. ἀηδόνες, of flutes, E.Fr.931.    2 covered with lotus, ὄχθοι Ἀχέροντος Sapph. p.44 Lobel.    3 made of the flowers of Nymphaea Nelumbo (cf. λωτός II), στέφανος Ath.15.677d.

German (Pape)

[Seite 76] von Lotos gemacht, von Lotus; ξύλον, Theophr.; αὐλοί, Ath. IV, 175 f. die nach Hesych. von Eur. auch λώτιναι ἀηδόνες genannt wurden; ἔργον, Theocr. 24, 45.

Greek (Liddell-Scott)

λώτῐνος: -η, -ον, (λωτὸς) ἐκ τοῦ δένδρου λωτοῦ, ξύλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 9., 5. 5, 6. ΙΙ. πεποιημένος ἐκ λωτοῦ, ἀναθυμίδες Ἀνακρ. 39· κολεός, μέγα λ. ἔργον Θεόκρ. 24. 45· λ. αὐλαὶ (πρβλ. λωτός IV), Ἀθήν. 182D. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λωτίνας ἀηδόνας· τοὺς αὐλούς».

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait en bois de lotus.
Étymologie: λωτός.

English (Slater)

λώτῐνος
   1 made of lotus wood αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων Παρθ. 2. 14.

Greek Monolingual

λώτινος, -ίνη, -ον (Α) λωτός
1. αυτός που προέρχεται από το δένδρο λωτόςλώτινον ξύλον», Θεόφρ.)
2. κατασκευασμένος από ξύλο λωτού («οἱ δὲ καλούμενοι λώτινοι αὐλοὶ οὗτοί εἰσιν οἱ ὑπὸ Ἀλεξανδρέων, καλούμενοι φώτιγγες», Αθήν.)
3. ο κατάφυτος από λωτούς («λώτινοι ὄχθοι Ἀχέροντος», Σαπφ.)
4. ο κατασκευασμένος με γαλάζια άνθη της νυμφαίας λωτού («στέφανος λώτινος», Αθήν.)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ λώτινον
ονομασία διαφόρων δένδρων και θάμνων της Λιβύης, αλλ. λωτός
6. φρ. «λώτιναι ἀηδόνες»
μτφ. οι αυλοί.

Greek Monotonic

λώτῐνος: -η, -ον (λωτός), φτιαγμένος από ξύλο λωτού, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

λώτῐνος: сделанный из древесины лотоса (κολεός Theocr. - v. l. μεγαλώνιμος).

Middle Liddell

λώτῐνος, η, ον λωτός
made of lotus-wood, Theocr.