ἱπποβότης

From LSJ
Revision as of 15:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποβότης Medium diacritics: ἱπποβότης Low diacritics: ιπποβότης Capitals: ΙΠΠΟΒΟΤΗΣ
Transliteration A: hippobótēs Transliteration B: hippobotēs Transliteration C: ippovotis Beta Code: i(ppobo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (βόσκω)    A feeder of horses, Ἀτρεύς E.Or.1000 (lyr., but prob. -βώτα), IA1059 (but prob. -βάτας).    II ἱπποβόται, οἱ, at Chalcis in Euboea a social class (cf. ἱππεύς ΙΙ), Knights, Hdt.5.77, 6.100; ἡ ἱπποβοτῶν πολιτεία Arist.Fr.603.

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, Rossenährer, Ἀτρεύς, Eur. Or. 995 I. A. 1059; so hießen in Chalkis auf Euböa die Aristokraten, weil sie sich Pferde hielten, Her. 5, 77. 6, 100. 7, 155; vgl. Plut. Pericl. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποβότης: -ου, ὁ, (βόσκω) ὁ τρέφων ἵππους, Ἀτρεὺς Εὐρ. Ὀρ. 1000, Ι. Α. 1059. ΙΙ. οἱ ἱπποβόται ἐν Χαλκίδι τῆς Εὐβοίας ἦσαν τάξις πολιτῶν, ὡς οἱ ἱππεῖς, Λατ. Equites, οἱ ἱππόται, εὐγενεῖς, Ἡρόδ. 5. 77., 6. 100· ἡ ἱπποβοτῶν πολιτεία Ἀριστ. Ἀποσπ. 560, πρβλ. Grote Ἱστ. τῆς Ἑλλ. τ. 3, σ. 228, πρβλ. ἱππεὺς ΙΙ, ἱπποτρόφος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui nourrit ou élève des chevaux ; οἱ ἱπποβόται HDT les éleveurs de chevaux, càd les nobles ; οἱ Ἱπποβόται les Hippobotes, nobles d’Érétrie.
Étymologie: ἵππος, βόσκω.

Greek Monolingual

ἱπποβότης, ὁ (Α)
1. αυτός που τρέφει ίππους
2. στον πληθ. (στη Χαλκίδα και γεν. στην Εύβοια) οἱ ἱπποβόται
ονομασία τών ευγενών, φορέων της ολιγαρχίας («ἡ ἱπποβοτῶν πολιτεία», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -βότης (< βόσκω), πρβλ. αιγι-βότης, υο-βότης].

Greek Monotonic

ἱπποβότης: -ου, ὁ (βόσκω
I. αυτός που εκτρέφει άλογα, σε Ευρ.
II. οι ἱπποβόται στη Χαλκίδα της Εύβοιας ήταν τάξη πολιτών, όπως οι ἱππεῖς στην Αθήνα, Λατ. Equites, «ιππότες», ευγενείς, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποβότης: ου ὁ разводящий коней, коневод (Ἀτρεύς Eur.): οἱ ἱπποβόται Her., Arst., Plut. гиппоботы (класс крупных землевладельцев в Халкиде - Эвбея).

Middle Liddell

ἱππο-βότης, ου, βόσκω
I. feeder of horses, Eur.
II. the ἱπποβόται at Chalcis in Euboea were a class, like the ἱππεῖς at Athens, Lat. Equites, the Knights, Hdt.