πεδαωριστής

From LSJ
Revision as of 15:51, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">111</span>" to "''111''")

ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον → man is by nature a political animal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδᾱωριστής Medium diacritics: πεδαωριστής Low diacritics: πεδαωριστής Capitals: ΠΕΔΑΩΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: pedaōristḗs Transliteration B: pedaōristēs Transliteration C: pedaoristis Beta Code: pedawristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, Aeol. or Dor. for ἵππος φρυαγματίας, μετεωριστής, Hsch. (fort. πεδαοριστής). πεδεινός,    A v. πεδιεινός. πεδέπω, Aeol. = μεθέπω (q.v.). πεδέρχομαι, v. μετέρχομαι 111, IV. 5 : aor. imper. πέδελθε, = ἱκέτευσον, Id. ; subj. πεδέλθῃ, = ἱκετεύῃ, Id. (prob.). πέδευρα· ὕστερα (Lacon.), Id., and πέδευρον· ὕστερον, πάλιν, ὀπίσω (Lacon.), Id.

German (Pape)

[Seite 540] ὁ, dor. statt μετεωριστής, ἵππος, ein sich bäumendes Pferd, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πεδᾱωριστής: -οῦ, ὁ, Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μετεωριστής, Ἡσύχ. (ἔνθα πεδαοριστής : «πεδαοριστής· ἵππος φρυ(α)γματίας καὶ μετεωριστής»). Τὸ ἐπίθετ. πεδωριστὸς κατὰ διόρθωσιν τοῦ Tyrwh. ἐν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 17 (Ἀνθ. Π. 9. 600), τοὶ Συρακόσσαις ἐνίδρυνται πεδωρισταὶ πόλει [Ἀντίγραφα πελωρὶ σταῖ] πόλει.

Greek Monolingual

και πεδωριστής και πιθ. τ. πεδαοριστής, ὁ, Α
(αιολ. ή δωρ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) ίππος που πηδά με υπερηφάνεια, μετεωριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. ή δωρ. τ. του μετεωριστής με αντικατάσταση του μετά από πεδά].