Κηφισός

From LSJ
Revision as of 19:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κηφῑσός Medium diacritics: Κηφισός Low diacritics: Κηφισός Capitals: ΚΗΦΙΣΟΣ
Transliteration A: Kēphisós Transliteration B: Kēphisos Transliteration C: Kifisos Beta Code: *khfiso/s

English (LSJ)

Dor. Κᾱφ-, ὁ, Cephisus, name of various rivers, 1 in Phocis, running into Lake Copais, Il.2.522, Pi.P.4.46:—fem. λίμνη Κηφισίς, Il.5.709, h.Ap.280:—Dor. Κᾱφ-, of the nymph Copais, Pi.P.12.27:—Adj. Κηφίσιος, α, ον, Dor. Κᾱφ-, Id.O.14.1. 2 at Athens, S.OC687(lyr.), etc. 3 in Argolis, etc., Str.9.3.16, etc.: —freq. written Κηφισσός in codd., but -ς- in derivs. in Att. Inscrr.

Greek (Liddell-Scott)

Κηφῑσός: Δωρ. Κᾱφ-, ὁ, ποταμὸς τῆς Φωκίδος ῥέων εἰς τὴν λίμνην Κωπαΐδα, Ἰλ. Β. 522, Πινδ. Π. 4. 81· ― θηλ., λίμνη Κηφισίς, Ἰλ. Ε. 709, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 280· ― ἐπίθετ. Κηφίσιος, α, ον, Πίνδ. 2) βραδύτερον, ὁ ἔτι περιφημότερος ποταμὸς τῶν Ἀθηνῶν, Σοφ. κτλ. 3) ποταμὸς τῆς Ἀργολίδος, κτλ., Στράβ. 424, κτλ. ― Ὁ τύπος Κηφισσὸς εἶναι συνήθης ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις· ἀλλὰ ἡ διὰ τοῦ ἑνὸς σ γραφὴ βεβαιοῦται ἐκ τῶν Ἀττ. Ἐπιγραφῶν καὶ ἐκ τοῦ ὅτι οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ τύπος Κηφιττός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. Κήφισος.

Greek Monolingual

ο (Α Κηφισός και δωρ. τ. Καφισός)
γραφή με -σσ- απαντά συχνά σε κώδικες, αλλά από τις Αττικές Επιγρ. και από το ότι δεν απαντά τύπος Κηφιττός βεβαιώνεται ως ορθτ. ο τ. Κηφισός)
ονομασία ποταμών που διατηρείται ώς σήμερα.

Greek Monotonic

Κηφῑσός: Δωρ. Κᾱφ-, ,
1. ο Κηφισός, ποτάμι της Φωκίδας, σε Ομήρ. Ιλ.· θηλ. λίμνη Κηφισίς, στο ίδ.
2. το πιο γνωστό ποτάμι της Αθήνας, σε Σοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Κηφῑσός: или Κήφῑσος, дор. Κᾱφῑσός ὁ Кефис
1) река в сев. Фокиде и Беотии, впадающая в Копаидское озеро Hom., Her. etc.;
2) река в Аттике, берущая начало у Пентелика и впадающая в Саронский залив у Мунихии, к вост. от Пирея Soph., Eur. etc.

Middle Liddell


1. the Cephisus, a river of Phocis, Il.:—fem. λίμνη Κηφισίς Il.
2. the more famous river of Athens, Soph., etc.