αἱμοβαφής

From LSJ
Revision as of 19:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμοβᾰφής Medium diacritics: αἱμοβαφής Low diacritics: αιμοβαφής Capitals: ΑΙΜΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: haimobaphḗs Transliteration B: haimobaphēs Transliteration C: aimovafis Beta Code: ai(mobafh/s

English (LSJ)

-ές, A bathed in blood, S.Aj.219 (anap.), Nonn.D.2.52; τελαμῶνες Sor.1.28.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος, βεβαπτισμένος ἐν αἵματι, Σοφ. Αἴ. 219, Νόνν.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
teint de sang, sanglant.
Étymologie: αἷμα, βάπτω.

Spanish (DGE)

(αἱμοβᾰφής) -ές
teñido de sangre σφάγια S.Ai.219, τελαμῶνες Sor.18.36, αὐχήν Nonn.D.2.52
neutr. subst. Eust.1895.34.

Greek Monotonic

αἱμοβᾰφής: -ές (βάπτω), αυτός που είναι βαπτισμένος σε αίμα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμοβᾰφής: облитый кровью, окровавленный (σφάγια Soph.).

Middle Liddell

βάπτω
bathed in blood, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱμοβαφής -ές αἷμα, βάπτω in bloed gedoopt.