βούβοτος

From LSJ
Revision as of 20:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούβοτος Medium diacritics: βούβοτος Low diacritics: βούβοτος Capitals: ΒΟΥΒΟΤΟΣ
Transliteration A: boúbotos Transliteration B: boubotos Transliteration C: voyvotos Beta Code: bou/botos

English (LSJ)

ον, A grazed by cattle, Od.13.246, AP6.114 (Simm. or Phil.).

German (Pape)

[Seite 455] von Rindern beweidet, Hom. einmal, Od. 13, 246 von Ithaka αἰγίβοτος δ' ἀγαθὴ καὶ βούβοτος, tauglich um Rinder u. Ziegen zu weiden; Philipp. Thessalon. (VI, 114).

Greek (Liddell-Scott)

βούβοτος: -ον, ὁ ὑπὸ βοῶν νεμόμενος, Ὀδ. Ν. 246, Ἀνθ. II. 6. 114.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où paissent les bœufs ou en gén. les bestiaux.
Étymologie: βοῦς, βόσκω.

English (Autenrieth)

kine-pasture, Od. 13.246†.

Spanish (DGE)

-ον
rico en pastos γαῖα Od.13.246, βούβοτον Ὀρβηλοῖο παρὰ σφυρόν al pie de la sierra de Orbelo rica en pastos Simm.22.

Greek Monolingual

βούβοτος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός στον οποίο βόσκουν βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -βοτος < βόσκω (πρβλ. αιγίβοτος, ιππόβοτος, μηλόβοτος, πάμβοτος κ.ά.)].

Greek Monotonic

βούβοτος: -ον, αυτός που είναι πρόσφορος για τη βοσκή βοδιών, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

βούβοτος: питающий быков, изобилующий пастбищами для крупного рогатого скота (γαῖα αἰγίβοτος καὶ β. Hom.; Ὀρβηλοῖο σφυρόν Anth.).

Middle Liddell

grazed by cattle, Od.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούβοτος -ον βοῦς, βόσκω door runderen beweid, door runderen begrazen.