βρεφοκτόνος
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
English (LSJ)
ον, A childmurdering, Lyc.229.
German (Pape)
[Seite 463] Kinder mordend, Lycophr. 229. βρέφος, τό, das Kind, das Junge; Hom. einmal, von der noch ungeborenen Leibesfrucht eines Thieres, Iliad. 23, 266 ἵππον ἑξέτε' ἀδμήτην, βρέφος ἡμίονον κυέουσαν; so Plutarch. Stoic. repugn. 41 τὸ βρέφος ἐν τῇ γαστρὶ φύσει τρέφεσθαι νομίζει καθάπερ φυτόν· ὅταν δὲ τεχθῇ, ψυχούμενον κτἑ. Aber gewöhnl. nach Hom. das schon geborene Kind: Pind. Ol. 6, 33 P. 9, 64; Aesch. Ag. 1096; Eur. Bacch. 289 u. sonst; bes. das Kind, so lange es an der Mutterbrust ist; von Thieren, Her. 3, 153; Ael. N. A. 3, 8; Ath. XIII, 607 a u. Sp.; ἐκ βρέφεος, von Kindesbeinen an, Ant. Th. 32 (IX, 567); ebenso ἀπὸ βρέφεος, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
βρεφοκτόνος: -ον, ὁ τὰ βρέφη ἀποκτείνων, Λυκόφρ. 229.
Spanish (DGE)
-ον
infanticidade Palemón, Lyc.229, ref. a una planta, Ps.Dsc.3.121.
Greek Monolingual
ο, η (AM βρεφοκτόνος, -ον)
ο φονιάς βρέφους ή βρεφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + -κτόνος < κτείνω (πρβλ. ανδροκτόνος, μητροκτόνος κ. ά)].