βρωτικός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ή, όν, A inclined to eat, voracious, Arist.GA745a29, PA682a17 (Comp.), Fr.231 (Sup.), Plu.2.352f (Comp.). Adv. -κῶς, ἔχειν EM 485.17, Eust.966.4, etc. II promoting this inclination, δυνάμεις dub. l. in Chrysipp.Stoic.3.199 (ἐρωτικαί Coraes). III gnawing, ἄλγημα Hp.Epid.7.52.
German (Pape)
[Seite 467] zum Essen gehörig; δυνάμεις, Eßlust erregende Arzneimittel, Chrysipp. bei Ath. VIII, 335 d, – βρωτικώτερον Poll. 6, 39.
Greek (Liddell-Scott)
βρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν πρὸς βρῶσιν, ἀδηφάγος, Ἀριστ. Προβλ. 23. 39, π. Ζ. Γ. 4. 5, κτλ. ΙΙ. ὁ προάγων τὴν τάσιν ταύτην, ὀρεκτικός, δυνάμεις Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335Ι).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 vorace;
2 corrosif.
Étymologie: βιβρώσκω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que consume, devorador, ἄλγημα Hp.Epid.7.52.
2 voraz (ζῷα) Arist.PA 682a17, cf. GA 745a29, Fr.231, Plu.2.635a, 352f.
II adv. -ῶς con hambre β. ἔχω estoy hambriento Eust.966.4.
Greek Monolingual
βρωτικός, -ή, -όν (Α) βρωτός
1. εκείνος που έχει την τάση να τρώει συχνά, αδηφάγος
2. ορεκτικός.
Russian (Dvoretsky)
βρωτικός: прожорливый Arph., Arst., Plut.