βῆγμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, (βήσσω) A expectoration, phlegm, Hp.Morb.2.47.
German (Pape)
[Seite 442] τό, das Ausgehustete, der Auswurf, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
βῆγμα: τό, (βήσσω) ἀπόχρεμψις, φλέγμα. Ἱππ. 475. 40.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
expectoración ἢν ... παύσηται τοῦ βήγματος Hp.Morb.2.47, pero cf. βρῆγμα.
Greek Monolingual
βῆγμα, το (Α) βήσσω (-ττω)]
βλέννα, φλέμα.