δαιδαλόεις

From LSJ
Revision as of 21:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιδαλόεις Medium diacritics: δαιδαλόεις Low diacritics: δαιδαλόεις Capitals: ΔΑΙΔΑΛΟΕΙΣ
Transliteration A: daidalóeis Transliteration B: daidaloeis Transliteration C: daidaloeis Beta Code: daidalo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, A = δαιδάλεος, τεύχεα Q.S.1.141; βρέτας χρυσῷ δ. AP9.332 (Nossis).

German (Pape)

[Seite 514] εσσα, εν, = δαιδάλεος, βρέτας χρυσῷ δ. Noss. 4 (IX, 332); τεύχεα Qu. Sm. 1, 141.

Greek (Liddell-Scott)

δαιδαλόεις: εσσα, εν, = δαιδάλεος, Κόϊντ. Σμ. 1. 141, Ἀνθ. Π. 9. 332.

Spanish (DGE)

(δαιδᾰλόεις) -εσσα, -εν
trabajado artísticamente, adornado τὸ βρέτας ... χρυσῷ δ. AP 9.332 (Noss.), τεύχεα Q.S.1.141.

Greek Monolingual

δαιδαλόεις, -εσσα, -εν (Α)
δαιδάλεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ποιητικός τ. του δαιδάλεος με μετρική παρέκταση].

Greek Monotonic

δαιδαλόεις: -εσσα, -εν, = δαιδάλεος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δαιδᾰλόεις: όεσσα, όεν искусно выполненный или отделанный (τό βρέτας χρυσῷ δαιδαλόεν Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαιδαλόεις -εσσα -εν [δαίδαλος] kunstig bewerkt, versierd.