άττα

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source

Greek Monolingual

(I)
ἄττα (Α)
(ως προσφώνηση ηλικιωμένων προσώπων) παππούλη, πατερούλη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για εκφραστική λ. της παιδικής γλώσσας (πρβλ. άππα, άπφα, πάππα) σε αντίθεση προς το αυστηρό και επίσημο πατήρ. Η λ. με πλήρη μορφολογική και σημασιολογική αντιστοιχία μαρτυρείται σε πολλές άλλες ινδοευρ. γλώσσες (πρβλ. λατ. atta, χεττ. attas, γοτθ. atta και με επιθηματική παρέκταση αρχ. σλ. otĭcĭ). Αν γίνει δεκτό ότι αρχικά η λ. σήμαινε τον «(ανα)τροφέα», τότε η λ. αποτελεί ίσως τη βάση σχηματισμού των αταλός, ατάλλω κ.λπ.].
(II)
ἄττα και ἄσσα (Α)
πληθ. ουδ. της αόριστης αντωνυμίας τις αντί του τ. τινά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. ἄσσα (αττ. άττα) της αόρ. αντων. τις, όπως και ο τ. ἅσσα (αττ. άττα) της αναφορικής αντων. όστις, προέρχονται από λανθασμένη τμήση του οπποῖά σσα σε οποῖ' άσσα, όπου το -σσα είναι ο πληθ. ουδ. τι-α αντί τινά του τις (πρβλ. μεγαρ. σα, βοιωτ. τα)].
(III)
ἅττα και ἅσσα (Α)
πληθ. ουδ. της αναφορικής αντωνυμίας όστις αντί του τ. άτινα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. αόρ. αντων. άττα].