άριστον
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
ἄριστον, το (AM)
το μεσημβρινό φαγητό (σε μτγν. εποχή, όταν το πρόγευμα το αποκαλούσαν «ἀκράτισμα»)
αρχ.
το πρωινό φαγητό, το πρόγευμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τ. αιερι-δ-τον < (τοπικό) άρι (συνηρημένος τ. του αίερι, ήρι «ενωρίς») + μηδενισμένη βαθμίδα (-δ) του θ. εδ-(του ρ. εσθίω «τρώγω») + (επίθημα) -το-. Η λ. στον Όμηρο και στον Αισχύλο δηλώνει «το πρόγευμα», ενώ στην Ιωνική-Αττική σημαίνει «το μεσημεριανό φαγητό», το δε «πρωινό γεύμα» δηλώνεται με τον όρο ακράτισμα.
ΠΑΡ. αρχ. αριστίζω, αριστώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. αριστόδειπνον, αριστοποιώ].