έντεα
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Greek Monolingual
ἔντεα, τα (σπάν. στον εν. έντος) (Α)
1. πολεμικά όπλα, πανοπλία («οἱ ἔντεα κεῑται ἀρήια», Ομ. Ιλ.)
2. θώρακας
3. σκεύη ή εξαρτήματα α) «ἔντεα ναός», Πίνδ.)
β. «ἔντεα δαιτός»)
4. μουσικά όργανα («σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. έντεα στον ενικό απαντά μία μόνο φορά στον Αρχίλοχο. Αν το -τος του έντος (ή το -τυς του έντυς
βλ. εντύνω) θεωρηθεί επίθημα, τότε η λ. είναι δυνατόν να αναχθεί σε ρίζα sen- «ετοιμάζω, εκπονώ, αποπερατώνω», της οποίας η συνεσταλμένη βαθμίδα sn- απαντά στο ανύω και η απαθής στο αυθέντης].