άντρο
Greek Monolingual
το (Α ἄντρον)
σπήλαιο που χρησιμεύει ως τόπος διαμονής ανθρώπων, ζώων ή νυμφών
νεοελλ.
μτφ. καταφύγιο ή ορμητήριο κακοποιών
αρχ.
εσωτερικός θάλαμος, δωμάτιο, αποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. πιθ. ταυτίζεται με το αρμ. ayr «σπηλιά». Το λατ. antrum αποτελεί αναμφίβολα λόγιο δάνειο από την ελλ. λ. άντρον. Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι ο τ. άντρον με τη σημασία «τόπος απ' όπου εξέρχονται αναθυμιάσεις» συνδέεται με την ινδοευρωπαϊκή ρίζα an - «αναπνέω». Πρβλ. ελλ. άνεμος, αρχ. ινδ. aniti, γοτθ. uz-anan, (αόρ. uzōn) «εκπνέω, εκφυσώ»).
ΠΑΡ. αρχ. αντραίος, άντροθε, αντρώδης.
ΣΥΝΘ. αρχ. αντροειδής, αντροφυής, αντροχαρής].